- περίχυμα
- το, -ατοςκατάβρεγμα, ράντισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίχυμα — that which is poured round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίχυμα — το, ΝΜΑ [περιχέω] το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι αρχ. 1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη 2. το απολουσίδι … Dictionary of Greek
περιχύμασιν — περίχυμα that which is poured round neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχύματι — περίχυμα that which is poured round neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχύματος — περίχυμα that which is poured round neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλωμα — το [μελώνω] 1. περίχυμα με μέλι 2. η πύκνωση ρευστού ποτού, το να καθίσταται ένα ποτό παχύρρευστο όπως το μέλι … Dictionary of Greek
περέχυμα — το βλ. περίχυμα … Dictionary of Greek